ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΑΡΧΑΙΩΝ

ΑΡΧΑΙΩΝ… ΑΝΕΚΔΟΤΑ! (εκ του Φιλογέλωτος του Γραμματικού)

   Ο Φιλόγελος (ή Φιλόγελως) είναι μια συλλογή με ανέκδοτα, πιθανόν της ύστερης αρχαιότητας ή των πρώτων μεταχριστιανικών χρόνων που αποδίδεται στους άγνωστους γραμματικούς Ιεροκλή και Φιλάγριο, για τους οποίους δεν ξέρουμε και πολλά.
   Η συλλογή περιλαμβάνει 265 ανέκδοτα, συγκεντρωμένα θεματολογικά. Τα περισσότερα (110) αναφέρονται στους σχολαστικούς (“διανοούμενους” της εποχής) αλλά και για άλλες κατηγορίες ανθρώπων, π.χ. φιλάργυρους, μέθυσους, λιμόξηρους (λιγούρηδες), δύσκολους (στρυφνούς), φθονερούς, οζόστομους (που μυρίζει το στόμα τους), αφυείς (κουτούς), δειλούς, οκνηρούς, ευτράπελους (χιουμορίστες) και γυναίκες.
   Ακολουθεί μια ενδεικτική παράθεση.

Μετάφραση-Απόδοση στη ν.ε: Βασίλειος Γεωργέλης

  • Κάποιος ήταν τόσο φιλάργυρος που, όταν έγραφε τη διαθήκη του, όρισε μοναδικό κληρονόμο της περιουσίας του.. τον ίδιο του τον εαυτό!
  • Ενας μισογύνης έθαβε τη γυναίκα του. Κάποιος τον ρώτησε: «Ποιος αναπαύθηκε;» και εκείνος απάντησε: «Εγώ που την έχασα.»
  • Κάποιος συνάντησε στο δρόμο έναν γνωστό του, σχολαστικό φιλόσοφο. «Κύριε σχολαστικέ», είπε, «εχτές σας είδα στον ύπνο μου». «Μα τους θεούς,» απάντησε εκείνος «πρέπει να ήμουν πολύ απασχολημένος γιατί δε σε πρόσεξα καθόλου!».
  • Κάποιος μεθύστακας έπινε με τις ώρες σε ένα καπηλειό. Ξαφνικά κάποιος μπαίνει και του φωνάζει: «Πέθανε η γυναίκα σου!». Τότε ο μεθυσμένος γυρίζει στον ταβερνιάρη και του λέει: «Κέρασέ τους όλους από το ακριβό!». 
  • Δύο γνωστοί βρίσκονταν στη μέση ενός καυγά. Λέει ο ένας στον άλλο: «Και, για να ξέρεις, έκανα ένα δώρο στον εαυτό μου… τη γυναίκα σου!». Ο άλλος τον κοίταξε και του απάντησε: «Κακομοίρη μου, εγώ αναγκαστικά κουβαλάω αυτό το βάρος στη ζωή μου. Εσύ τι ανάγκη είχες;».
  • Κάποιον σχολαστικό τον συνάντησε ένας φίλος του: «Τα συγχαρητήριά μου,» του είπε «μεγάλη η χαρά σου που απέκτησες παιδί». Κι εκείνος απάντησε: «Αυτή την ευεργεσία εσείς οι φίλοι μου την προσφέρατε».  
  • Ένας άντρας, του οποίου η αναπνοή μύριζε πολύ άσχημα ρώτησε τη γυναίκα του: «Κυρά μου, γιατί με δε μ’αγαπάς;». Κι εκείνη του απάντησε: «Γιατί με φιλάς».
  • Κάποιος έψαχνε να βρει ένα δύστροπο άνθρωπο. Πήγε λοιπόν στο σπίτι του και άρχιζε να τον φωνάζει με το όνομά του. Ο δύστροπος του απάντησε: «Δεν είμαι εδώ». Ο άλλος ξεκαρδίστηκε στα γέλια. «Γιατί ψεύδεσαι τόσο φανερά; Αφού ακούω τη φωνή σου». «Βρε κάθαρμα», είπε ο δύστροπος, «αν σου το έλεγε αυτό ο δούλος μου, θα τον πίστευες. Εγώ τώρα σου φαίνομαι λιγότερο αξιόπιστος απ’ αυτόν;».
  • Κάποιος επισκέφτηκε ένα σχολαστικό γιατρό και του είπε: «Γιατρέ μου, κάθε φορά που σηκώνομαι από τον ύπνο, έχω σκοτοδίνες για μισή ώρα και έπειτα η όρασή μου αποκαθίσταται.» Και ο γιατρός του απάντησε: «Να ξυπνάς μισή ώρα μετά!»
  • Ένας γιατρός μονόφθαλμος εξετάζει έναν ασθενή. «Πως είσαι;» του λέει. «Όπως με βλέπεις». Ο γιατρός κατσούφιασε. «Αν είσαι όπως σε βλέπω, τότε ο μισός έχεις πεθάνει!».
  • Κάποιος έλλειπε πολλά χρόνια από το σπίτι του. Θέλησε, λοιπόν, να πληροφορηθεί για την κατάσταση της οικογένειάς του, γι’ αυτό και πήγε σε έναν μάντη κομπογιαννίτη. «Μια χαρά είναι όλοι», του είπε, «χαίρουν άκρας υγείας. Και ο πατέρας σου, φτου να μην τον ματιάσω, λεβεντάνθρωπος!». «Μα,» απάντησε εκείνος, «ο πατέρας μου έχει πεθάνει εδώ και δέκα χρόνια!». Ο μάντης τον κοίταξε με λύπηση. «Καημένε μου», είπε, «καθόλου λοιπόν δε γνωρίζεις τον πραγματικό σου πατέρα».
  • Ένας σχολαστικός, ενώ καυγάδιζε με τον πατέρα του, τού λέει: «Παλιοτόμαρο, δε βλέπεις τι ζημιά μου έκανες; Γιατί, αν δε γεννιόσουν εσύ, τώρα θα κληρονομούσα τον παππού μου!».
  • Μια παρέα αντρών που αποτελούνταν από ένα σχολαστικό, ένα φαλακρό και έναν κουρέα, βάδιζαν μαζί, και, αφού σταμάτησαν σε έναν ερημικό τόπο για να διανυκτερεύσουν, συμφώνησαν ο καθένας να μείνει άγρυπνος για τέσσερις ώρες και να προστατεύει τις αποσκευές τους. Η πρώτη βάρδια κληρώθηκε στον κουρέα. Αυτός, θέλοντας να εξαγριώσει τον σχολαστικό, τον κούρεψε γουλί και όταν έφτασε η ώρα για την αλλαγή της βάρδιας τους, τον ξύπνησε. Ο σχολαστικός σηκώθηκε από τον ύπνο νιώθοντας να κρυώνει το κεφάλι του και, όταν κατάλαβε ότι δεν είχε καθόλου μαλλί, είπε: «Μεγάλο κάθαρμα ο κουρέας, μπερδεύτηκε και ξύπνησε το φαλακρό αντί για μένα!».
  • Δύο τεμπέληδες κοιμούνταν μαζί. Ξαφνικά ένας κλέφτης μπήκε μέσα στο δωμάτιο, τράβηξε το σκέπασμα και το έκλεψε. Όταν ο ένας τεμπέλης το κατάλαβε, είπε στον άλλο: «Σήκω και τρέχα να πιάσεις τον κλέφτη!». Και ο άλλος απάντησε: «Άφησέ τον. Τον πιάνουμε όταν έρθει να πάρει το στρώμα».




Σχόλια